- προστήκομαι
- Α1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» — λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο σώμα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + τήκομαι «λειώνω, ρευστοποιώ»].
Dictionary of Greek. 2013.